Σέρβος, Χρήστος — Οπλαρχηγός του 1821, ο οποίος καταγόταν από τον Βάλτο. Πολέμησε κάτω από τις διαταγές του Θ. Γρίβα και του Γ. Καραϊσκάκη και διακρίθηκε για την ανδρεία του. Επειδή, εξαιτίας της απειθαρχίας του, έγινε αίτιος της αποτυχίας της άλωσης της Κορώνης… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Dimitrios Diathessopoulos — is a Greek lawyer specializing in sports law, a politician and an important figure in the Greek Sports and International Swimming society. He is called the father of Greek water polo and he is the presently the longest serving president of an… … Wikipedia
Miloje Petković — Personal information Full name Miloje Petković Date of birth 31 January 1967 ( … Wikipedia
έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… … Dictionary of Greek
σερβάρχης — ὁ, Μ ο αρχηγός, ο διοικητής τών Σέρβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σέρβος + άρχης*] … Dictionary of Greek
σερβικός — ή, ό, και σέρβικος, η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σερβία ή στους Σέρβους 2. (το θηλ. εν. και το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) η Σερβική και τα Σερβικά ή Σέρβικα η σερβική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σερβία / Σέρβος. Το επίθ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
σερβοβουλγαρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σέρβους και στους Βουλγάρους ή στη Σερβία και στη Βουλγαρία ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σέρβος + Βούλγαρος + κατάλ. ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ἀττικὸν ἡμερολόγιον.] … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek